ίσιασμα

ίσιασμα
και ίσασμα, το [ισιάζω]
ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ίσιασμα — το βλ. ίσασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσασμα — ίσασμα, το και ίσιασμα, το, ατος ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, τακτοποίηση: Ίσιασμα της λαμαρίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσασμα — και ίσιασμα, το [ισάζω] ισασμός*, ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • σιδέρωμα — το, ατος ίσιασμα υφάσματος με το σίδερο: Αυτό το πουκάμισο θέλει σιδέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”